ΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 1821

Οι νομάδες κτηνοτρόφοι, Σαρακατσαναίοι και Βλάχοι στάθηκαν μπροστάρηδες στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδος καθώς από τη στιγμή κιόλας της Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης δε θέλησαν να συμβιβαστούν με αυτήν την ιδέα. Θρήνησαν για τον χαμό της Βασιλεύουσας, ντύθηκαν στα μαύρα, βούλωσαν τα κουδούνια των προβάτων τους και διατήρησαν για ορισμένο χρονικό διάστημα μόνο μαύρα ή αλλιώς «λάϊα» πρόβατα στα κοπάδια τους ως ένδειξη πένθους. Μάλιστα η ονομασία των Σαρακατσαναίων ίσως προέχεται από την παραφθορά της λέξεως «καρά κατσάν» που σημαίνει «μαύρος κλέφτης», διότι πολεμούσαν τους Τούρκους στα μαύρα ντυμένοι.

Στις μεγάλες ώρες του Έθνους, στις ώρες της τόλμης και της αποφασιστικότητας έδειξαν λεβεντιά και ανιδιοτέλεια αποδεικνύοντας έτσι ότι είναι άξιοι συνεχιστές των αρχαίων Ελλήνων και δη των Δωριέων.

Κτηνοτρόφοι του Μετσόβου στο δρόμο προς τη Θεσσαλία, 1862/Ξυλογραφία M.D. Dree.
Περιοδικό, Le Monde Illustre, Παρίσι 1862-Ιωάννινα, Συλλογή Α. Παπασταύρου

Τα κονάκια των Σαρακατσαναίων και των Βλάχων λειτουργούσαν σα πυρήνες του Αγώνα, αφού όλη η κλεφτουριά ένιωθε μεγαλύτερη ασφάλεια εκεί παρά στα χωριά. Εκεί συντόνιζαν τη δράση τους. Στα καλύβια και τα μαντριά φύλαγαν τα ντουφέκια και γενικά όλα τα άρματα τους. Οι στάνες τους ήταν εκείνες που τους προμήθευαν ευκολότερα τροφές. Το γάλα και το τυρί ιδιαίτερα την επαναστατική περίοδο 1821-1881 γίνεται η μοναδική τροφή των νομάδων ενώ το ιδιαίτερο σχολειό τους με το δασκαλοκάλυβο διατήρησε τους άθλους των ηρώων ψηλά στη μνήμη.

Στην περίοδο αυτή, τα τσελιγκάτα με τη νομαδική κτηνοτροφία παρέχουν μια εθνική υπηρεσία, βοηθούν τους σκλαβωμένους πατριώτες να δραπετεύσουν απ’ τους Τούρκους και δημιουργούν στα ορεινά εστίες ελεύθερης ζωής. Οι ποιμένες όχι μόνον επάνδρωσαν ένα μεγάλο μέρος του αρματολισμού και της κλεφτουριάς, αλλά και τροφοδότησαν σε σταθερή συνεχή βάση επί αιώνες τις ένοπλες ομάδες πριν και κατά τον αγώνα της παλιγγενεσίας.

Οι νομάδες περπατούν τη νύχτα σαν τ’ αγρίμια, γνωρίζονται με τα βουνά, τα δέντρα, τα λιθάρια, τα λόγγια και τις ρεματιές. Ύπνο δεν έχουν, στρωσίδια δεν τους χρειάζονται, ούτε και μαξιλάρια. Τα μονοπάτια είναι μόνο δικά τους. Παράλληλα, με τα κοπάδια τους, φύλαγαν κι όλα τα περάσματα των βουνών σαν οδίτες, κι έτσι ήταν πάντα σε ετοιμότητα να ειδοποιήσουν τους κλεφταρματολούς για κάθε ενδεχόμενο. Το μεγαλύτερο μερτικό στην απελευθέρωση ήταν η καθολικότερη κι ανώνυμη δράση τους. Δεν ήταν υποτελείς, ούτε ανήκαν σε κάποιον φεουδάρχη, κατακτητή, μπέη, τσιφλικά, έμεναν σε δροσερά μέρη, είχαν αυτάρκεια και πάνω από όλα ελευθερία, γεγονός που συντέλεσε ώστε από τους κόλπους τους να ξεπηδήσουν ονομαστοί καπετάνιοι και αμέτρητοι αρματολοί.

Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός, ότι οι νομάδες στάθηκαν βρυσομάνα, στήριγμα και θερμοκήπιο της κλεφτουριάς. Ακολουθούν ορισμένες από τις πολυάριθμες πηγές που επαληθεύουν αυτόν τον ισχυρισμό:

«Οι Σαρακατσάνοι δώσανε πολλούς αρματωλούς και κλέφτες». (Ηλ. Βενέζης, εφημερίδα ακρόπολις» 5/3/1961).

Ο Κ. Αβραάμ (Ρουμελιώτες αγωνιστές του εικοσιένα ), αναφέρει τον σαρακατσάνο τσέλιγκα Παναγή Ζαράγκα από τον Καρβασαρά ,ο οποίος κατά την διάρκεια του αγώνα με χαρακτηριστική αυτοθυσία , διέθεσε όλα τα πρόβατά του για την διατροφή των αγωνιστών του Μεσολογγίου χωρίς πληρωμή. Επικεφαλής δε όλων των συγγενών και τσοπαναραίων του πήρε μέρος σε πάμπολλες μάχες της δυτικής Ρούμελης κατά την διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου.

Αγγελική Χατζημιχάλη: οι νομάδες πρωτοστάτησαν και κυριάρχησαν στον αγώνα της παλιγγενεσίας ανώνυμα 

Ο Γιάννης Κορδάτος γράφει ότι (πλείονα των γεωργών πρόσφεραν οι ποιμένες . Τούτων τα ζώα αποτέλεσαν την κύρια τροφή των μαχομένων είς τα όρη κατά τα μαύρα έτη 1825- 1827, απ’ αρχής δε ανακούφισαν μεγάλως την αρχέγονόν μας απιμελητείαν).

«Λόγοι ταξικοί αλλά κι εδαφικοί συντελέσανε ώστε τα σώματα της κλεφτουριάς να προέρχονται κατά συντριπτική πλειοψηφία από την τάξη των γεωργοκτηνοτρόφων/ (Ο αληθινός Κολοκοτρώνης, σελ. 17) η ανεξάντλητη και φυσική εφεδρεία της κλεφτουριάς ήτανε οι αγρότες - κτηνοτρόφοι. Ο εμποράκος κι ο βιοτέχνης, ο τοκοφλύφος κι ο κοτζαμπάσης ή ο καραβοκύρης δε βγαίνανε κλέφτες...» (Χρ. Στασινόπουλος, ο Νικηταράς- Αθήνα 1962, σ. 21).

«Από τους «Γραικοβλάχους», από τους Σαρακατσαναίους, δηλαδή τους ελληνόφωνους νομάδες, καθώς και από τους άγριους κατοίκους της Ακαρνανίας βγήκαν προ πάντων οι πιο μεγάλοι αρματωλοί και κλέφτες, οι πυρήνες της ελληνικής ανεξαρτησίας» (Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Α', έκδοση Β', σ. 40).

Η συμβολή των Σαρακατσιαναίων και γενικά των κτηνοτρόφων στον κλεφταρματωλισμό και το λεύτερο φρόνημα τους βρήκαν την αντανάκλαση τους και στη λογοτεχνία μας:

Ο Μ. Καραγάτσης στη νουβέλλα «Το Μπουρίνι» (έκδοση Γλάρος 1943, σ. 15) περιγράφοντας τον ήρωά του, ένα Καραγκουνόπουλο του κάμπου της Θεσσαλίας, γράφει: «Όταν τ’ αη-Γιωργού περνούσαν οι βλάχοι κι οι σαρακατσανέοι με τα κοπάδια, τους ακλοθούσε από μακριά ώρες ολόκληρες. Οι λέφτερες αυτές φυλές των νομάδων, των σκηνιτών, που δεν είχανε σκεπή και τζάκι, του μαγνήτιζαν, του σκλάβωναν τη ψυχή. Θα ήθελε να τον πέρναν μαζί τους, να τον κάναν παραγιό στα πράτα τους. Να τον μάθαιναν να κρατάει ψηλά το κεφάλι, να κοιτάει όλον τον κόσμο στα μάτια, κι όταν είναι ανάγκη, να βάζει άφοβα το χέρι στην πιστόλα του σαλαχιού. Με ολάνοιχτη ψυχή άκουγε τα τραγούδια τους, σκοπούς αντρίκιους και δυνατούς, γεμάτους απ’ τη λεύτερη ζωή των βουνών».

Κι ο Θανάσης Πετσάλης στους «Μαυρόλυκους» (Αθήνα 1947, ΤόμοςΑ' σελ. 98) βάζει έναν διάλογο ενός Μαυρόλυκου με τσοπαναραίους: «Ποιόν αφέντη δουλεύετε; (Μαυρόλυκος) - δεν ξέρουμε από αφέντες εμείς έτσι που μας θωρείς (τσοπαναραίοι) — Καλά ποιανού Μπέη είναι το κοπάδι; - δεν γροικούμε από Μπέηδες κι Αγάδες. Εμείς δεν προσκυνάμε. Το κοπάδι δικό μας είναι. Ο Στέφανος Μαυρόλυκος άκουγε θαυμάζοντας. Οι τσοπαναραίοι του μιλούσαν μ’ αγέρωχη αφεντωσύνη. - Χαράτσι μαθές δεν του πληρώνετε του Τούρκου; - Κανένας δεν μας ζήτησε εμάς τίποτες. Που νάρθη να μας βρή; Τα βουνά είναι δικά μας. - δεν σύντυχε να συναπαντηθήτε με τον Τούρκο; - αμ’ πως δά. Συναπαντηθήκαμε βεβαίως. Και την κάθε βολά, γιέ μου, το μετάνιωσε ο άπιστος... Βγήκηνε βαρεμένος στο σταυρό...»

Τα λόγια του Βλαχογιάννη (Στρατιωτικά Ενθυμήματα Ν. Κασομούλη, Τόμος Α' σελ. 105, σημ. 3) για τους Σαρακατσιαναίους είναι χαρακτηριστικά: «...συστηματικά βγάλαν από μέσα τους και θρέψαν και θεριέψανε την ελληνική κλεφτουριά. Αυτούς η τούρκικη αρχή κατάτρεχε, που στον κίντυνο μπροστά φεύγαν από επαρχία σ' επαρχία, και όχι σπάνια γύρευαν καταφύγιο σε ξένον τόπο μακρυνό με τα γιδοπρόβατα τους...».

Ο Κορδάτος στην Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, έκδοση 1957, Τόμος Β', σελ. 460, μιλώντας για τα δάνεια ανεξαρτησίας κι ότι την κατάσταση την έσωσαν όχι τα εξωτερικά δάνεια, αλλά οι εσωτερικές εισφορές, παραθέτει απόσπασμα απ’ το έργο του Ανδρεάδη «Η Ιστορία των Εθνικών Δανείων»: «...Πλείονα των γεωργών προσέφερον οι ποιμένες. Τούτων τα ζώα απετέλεσαν την κυρίαν τροφήν των μαχόμενων εις τα όρη κατά τα μαύρα έτη 1825-27, απ’ αρχής δε ανακούφισαν μεγάλως την αρχέγονόν μας επιμελητείαν...».

Στην «Πελοπονησιακή Πρωτοχρονιά 1960», σελ. 87, ο Δ. Πετρόπουλος δημοσιεύει ένα δημοτικό πελοποννησιακό τραγούδι, το «Μαρίτσα και ηγούμενος» και γράφει: «...Στο συνοικισμό Καρδάρα της Αλωνίσταινας... ζούσε η πατριαρχική ποιμενική οικογένεια Προύντζου... Η πολυάριθμη αυτή οικογένεια προσέφερε πολλά στον απελευθερωτικό αγώνα... Καθώς λέει ο Φωτακος... αί θυσίαι της οικογενείας αυτής δεν έχουν σύγκρισιν με καμίαν άλλην οικογένειαν εις την Πελοπόνησον. 80 περίπου άρρενα μέλη της έπεσαν... Και στο τέλος επέζησεν ο γέρος Παναγιώτης Προύντζος»...

Ο Τ. Σταματόπουλος «Εσωτερικός αγώνας πριν και μετά το Εικοσιένα», Τόμος Α' σελ. 161, γράφει: «Τα ίδια λέει κι ο Κολοκοτρώνης: «πρόβατα μας έφερναν... Και τα έδιναν με ευχαρίστηση τους. Ο Κυριάκος Τσώλης εχάρισε 120 τραγιά εις το στρατόπεδον από τη Ζαράχωβα... Όλο με τα ζωντανά του κόσμου εβαστιέτο το στρατόπεδον».

Αλλά και στις μετέπειτα τοπικές εξεγέρσεις στις σκλαβωμένες ακόμα περιοχές επισημαίνεται η συμμετοχή των Σαρακατσιαναίων. Ο Κορδάτος στην Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, Τόμος Γ', σελ. 636-37, γράφει για την επανάσταση στο Πήλιο το 1854 και παραθέτει και περιγραφές ενός αντάρτη Ζήση Γρηφινίδη, πώλαβε μέρος στην επανάσταση κι άφησε γραφτές περιγραφές: «Κι ακόμα μας πληροφορεί (ο Γρηφινίδης), πως μαζί με τους Πηλιορείτες πολεμούσαν Ηπειρώτες και Ρουμελιώτες εθελοντές, καθώς και Βλάχοι, Σαρακατσαναίοι και Αρβανιτοβλάχοι». Παραθέτει σε συνέχεια και εξιστόρηση του ίδιου του Γρηφινίδη: «Το ανταρτικόν σώμα είχε τουρλού-τουρλού κόσμο, αρκετούς Αγιολαυρεώτες..., προσέτι Σαρακατσαναίους, Βλάχους, αρβαντόβλαχους...».