Από χωριό σε χωριό και από κάμπους σε βουνά συναντούσες τους «ανεβοκατεβάτες». Πρόκειται για ένα όνομα το οποίο έδωσε ο απλός λαός στους βοσκούς που την άνοιξη ανέβαιναν με τα κοπάδια στην Αρκαδία και το χειμώνα κατέβαιναν στα χειμαδιά της Μεσσηνίας.
Στα απάτητα βουνά της Αρκαδίας με τη πολυμορφία του εδάφους, τα απέραντα οροπέδια, τα πυκνά δάση, τις ρεματιές και τα ποτάμια, σ’ αυτή την παρθένα φύση, οι ποιμενικές φυλές έβρισκαν πάντα σιγουριά και καταφύγιο ενώ το χειμώνα κατέβαιναν στους λιβαδότοπους της Μεσσηνίας. Οι ανεβοκατεβάτες ήταν άνθρωποι που εξυμνούσαν λεβεντιές, παλικαριές, έρωτες, καημούς, λαχτάρες, χαρές και λύπες δημιουργώντας μια ιδιαίτερη λαϊκή κουλτούρα αντίστοιχης της τυροκομικής τους παράδοσης στον τόπο.
Με το πέρασμα των ετών οι βοσκοί εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη μεσσηνιακή γη δημιουργώντας πολλούς οικισμούς. Άλλωστε οι σχέσεις Αρκάδων και Μεσσηνίων είναι πάντα ξεχωριστές. Τέλος στον Αγώνα του 1821, όχι μόνο έγιναν άξιοι πολεμιστές μα πολύτιμοι σύνδεσμοι και οδηγοί στον επαναστατημένο λαό, γιατί γνώριζαν περάσματα κι ανθρώπους σε χωριά, βουνά και στάνες καθώς επίσης τροφοδουτούσαν τους αρματολούς με αγαθά διατροφής.