Το αρμάτωμα, δηλαδή το κρέμασμα των κουδουνιών στο λαιμό των ζώων, γινόταν την άνοιξη. Τα κουδούνια είναι απαραίτητα στα κοπάδια καθώς, πέρα από το αισθητικό μέρος, έχουν και πρακτική σημασία, αφού δίνουν την θέση στην οποία βρίσκεται το κοπάδι κυρίως την νύχτα. Ο βοσκός αντιλαμβάνεται πότε τα ζώα απομακρύνθηκαν ή πρόκειται να κάνουν ζημιές σε σπαρμένες περιοχές, αν κάποιο ζώο χάθηκε ή εισήλθε στο κοπάδι του κάποιο ξένο ζώο. Το ακανόνιστο κουδούνισμα, τον ειδοποιούσε ότι κάποιος λύκος απειλούσε το κοπάδι, όταν φυσικά δεν τον αντιλαμβάνονταν τα σκυλιά. Ο βοσκός ήθελε να ακούει την κουδουνίσια ορχήστρα του και γι’ αυτό έδινε ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή του ήχου των κουδουνιών, με την οποία πετύχαινε έναν αρμονικό μουσικό συνδυασμό.
Επιδίωξη του βοσκού ή τσέλιγκα ήταν ο μεταλλικός, διαπεραστικός και γλυκός ήχος τους, ώστε να ταιριάζουν ηχητικά. Ο ήχος των κουδουνιών ήταν το αποτέλεσμα πολλών παραγόντων: της ποιότητας του μετάλλου, του πάχους, του μεγέθους, της γλώσσας, του λιμαρίσματος, του σφυριλατίσματος του τεχνίτη. Κάθε κουδούνι είχε τον δικό του προσωπικό ήχο, από την κατασκευή του, τον οποίο διέκρινε εύκολα το εξασκημένο αφτί του βοσκού. Κάθε κουδούνι είχε τη δική του μουσική συνταιριασμένη με την υπόλοιπη αμνική ορχήστρα.
Τα κουδούνια είναι τριών ειδών, ανάλογα με το μέταλλο και τον τρόπο κατασκευής τους, το σχήμα και τον ήχο τους. Οι κτηνοτρόφοι έδιναν στο κάθε είδος το όνομά του. Η ονοματολογία αυτή διαφέρει από περιοχή σε περιοχή και από χωριό σε χωριό. Τους πιο φημισμένους κατασκευαστές κουδουνιών είχαν τα Γιάννινα, η Άμφισσα, η Κοζάνη και η Κομοτηνή. Οι κοζανίτες κατασκευαστές ήταν παρόντες στα μεγάλα θεσσαλικά παζάρια και τροφοδοτούσαν με κουδούνια και κυπριά όλους τους κτηνοτρόφους.
Τα κουδούνια είναι:
α) Κυπριά-κύπροι. Είναι τα περισσότερο χρησιμοποιούμενα στο κοπάδι. Κατεσκευάζονται από ορείχαλκο, σε ευθεία γραμμή με ελλειψοειδή βάση, με έναν ή δύο παράκυπρους ως γλωσσίδια, και με κλιμακούμενο ήχο. Οι κύπροι, ανάλογα με το σχήμα και το μέγεθός τους ονομάζονται: καμπάνια (κυπριά της ντουζίνας), καντήλα, διπλόκυπρος, τσιαφούτης, γαλαρόκυπρος ή μονόκυπρος, ξηρόκυπρος, ζουρνάς ή γκαμαλάτσιας, χαρχάνι ή κουδουνάκι ή ζίλι ή γερακόκυπρος.
β) Κουδούνι. Αυτό διαφέρει από τα κυπριά στον ήχο και στο σχήμα του. Κατασκευάζεται από ειδική χαλκοβαμμένη λαμαρίνα και έχει ένα μόνο γλωσσίδι, είναι στρογγυλό με ελλειψοειδή βάση, με μύτες ή χωρίς αυτές ή ελαφρώς πλατυσμένο, και ο ήχος του είναι μονός. Κουδούνι είναι η μπίπα ή μπίμπιζα ή μπιμπίκα ή κουδούνι ή πίπα. Πρόκειται για ένα μεγάλο κουδούνι το οποίο κρεμούσαν στο γκισέμι και αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, το ντραμς της κουδουνίσιας ορχήστρας.
γ) Τράκες ή λαμαρίνες ή τσιοκάνια, τρικάλια και τρακούλια ή γαργαλίτσια. Και αυτά γίνονται από ειδική λαμαρίνα σε πλακερό σχήμα, με μονό γλωσσίδι και έχουν μονό ήχο. Μία τράκα (μεγάλο κουδούνι) ή δύο τράκες με τεσσερα-πέντε κουδούνια αποτελούσαν την ντουζίνα των κριαριών.
Ο αριθμός των κουδουνιών τα οποία κρεμούσαν στο κοπάδι εξαρτούνταν από την επιθυμία του κτηνοτρόφου. Συνήθως, όμως, στα εκατό ζώα τα μισά περίπου είχαν κουδούνια, μικρά ή μεγάλα. Στα γίδια κρεμούσαν κυπριά, στα πρόβατα κουδούνια και στα γελάδια τράκες. Μόνο στα βουβάλια δεν κρεμούσαν κάτι από τα προαναφερόμενα.
Τα κουδούνια τα κρεμούσαν στο λαιμό των ζώων αφού πρώτα τα στερέωναν στο περιλαίμιο, το οποίο άλλοτε ήταν ένα ξύλινο στεφάνι και άλλοτε ένα χοντρό δερμάτινο λουρί ή μία αλυσίδα.Το στεφάνι του κουδουνιού το κατασκεύαζε μόνος του ο βοσκός και πολλές φορές χάραζε πάνω του διάφορα στολίδια, την ώρα που το κοπάδι του βοσκούσε ήσυχα στις πλαγιές των βουνών, μακριά από τις καλλιεργημένες περιοχές. Το ξύλο που επέλεγε για την κατασκευή των γιδοστέφανων ήταν από μπουρμπουτσιλιά (τρικοκιά), μέλεγο ή αγριοκορομηλιά. Μέσα στους πόρους αυτών των ξύλων εισερχόταν ο σούκος (λέρα) των ζώων και τα έκανε ευλύγιστα με αποτέλεσμα να τα βάζει και να τα βγάζει άνετα και άφοβα, από σπάσιμο, ο βοσκός. Στην περίπτωση κατά την οποία δεν εύρισκαν τα προαναφερόμενα ξύλα για τα στεφάνια, τότε χρησιμοποιούσαν βαλανιδιά, φιλίκι, κέδρο, κρανιά, συκιά, σφεντάμι, φτελιά και πουρναρόριζα. Ακατάλληλο γι’ αυτήν την δουλειά ήταν το ξύλο της κουμαριάς, για την οποία έλεγαν:
Όσο κάν’ η κουμαριά στεφάνι
άλλο τόσο προκοπή κι η στάνη.
Τα δερμάτινα περιλαίμια τα χρησιμοποιούσαν κυρίως για να κρεμάσουν στο λαιμό των ζώων τα βαριά κουδούνια. Το πάχος και το φάρδος τους ήταν ίδια με τους ζωστήρες των στρατιωτών και το μήκος τους ανάλογο με το πάχος του λαιμού του ζώου. Για τα πρόβατα, τα γελάδια, τα υποζύγια και τους χοίρους.
Τα περιλαίμια αλυσίδας γίνονταν από δύο κομμάτια μιας κοινής αλυσίδας και συνδέονταν με μεταλλικό έλασμα, οι άκρες του οποίου, γυρισμένες, σχημάτιζαν άγκιστρα μέσα από τα οποία περνούσε η αλυσίδα.
Στα καλοθρεμμένα και όμορφα αρνιά και κατσίκια περνούσαν στον λαιμό τους πολύχρωμες φούντες, οι οποίες γίνονταν από μάλλινο νήμα, βαμμένο κόκκινο, πράσινο,
Ο κτηνοτρόφος φοβόταν πολύ το κακό μάτι, το οποίο ράγιζε ακόμα και πέτρα. Φοβόταν, επίσης, τους κακούς και ζηλόφθονους ανθρώπους, οι οποίοι, με κάποια παράξενη δύναμη στα μάτια τους, μπορούσαν να βλάψουν το κοπάδι. Για να προφυλάξουν τα ζώα τους, κατέφευγαν στα φυλαχτά και στην ευχή του παπά.
Τα φυλαχτά ήταν τα εξής:
α) Φυλαχτό για το μάτι.
β) Φυλαχτό για μάγια και κακό μάτι.
γ) Φυλαχτό για τις αστραπές.
δ) Φυλαχτό για αρρώστιες.
Ποτέ δεν πουλούσαν γιδοπρόβατα με τα κουδούνια τους, διότι το είχαν σε κακό. Όταν ο ζωέμπορος αναγκαζόταν να κρατήσει ένα κουδούνι, προκειμένου να οδηγήσει ευκολότερα στον τόπο όπου τα προόριζε, έπρεπε να δώσει τον λόγο της τιμής του ότι θα το επέστρεφε. Αλλιώς η συμφωνία δεν ίσχυε, ακόμα κι αν είχε δώσει στον κτηνοτρόφο κάποιο χρηματικό ποσό.