Οι νομάδες ορεσίβιοι βοσκοί, οι Σαρακατσάνοι από τα αρχαία χρόνια ζούσαν και περιδιάβαιναν τον ευρύτερο ορεινό όγκο της Πίνδου με κύρια κοιτίδα τους τα δυσπρόσιτα Άγραφα.
Ζωτικό στοιχείο της καθημερινότητας τους ήταν η καλύβα τους. Κονάκια όταν έστηναν οι Σαρακατσαναίοι
Οι γέροντες ορμήνευαν και δούλευαν οι νέοι.
Τσέλιγκας αποφάσιζε κονάκια που θα στήσει
διάλεγε καλυβότοπο να'ναι κοντά σε βρύση.
Για το χειμώνα φτιάνανε κονάκια σε προσήλιο
για να χουνε απόγονο και ζεστασιά τον ήλιο.
Αφού λοιπόν πρώτα διάλεγαν το κατάλληλο και ιδανικό μέρος για την εγκατάσταση και το καθάριζαν καλά, κατόπιν έβαζαν μέσα στο έδαφος έναν μικρό ξύλινο πάσσαλο με μια διχάλα (φουρκάκι) όπου από εκεί ταίριαζαν μια τριχιά την οποία και τέντωναν σε μια απόσταση σχεδόν είκοσι ποδιών. Στην άκρη αυτού του σχοινιού έδεναν ένα μυτερό ξύλο που περιστρέφοντας το στο χώμα χάραζαν την περίμετρο ενός κύκλου που θα όριζε και τα θεμέλια της καλύβας (πέντε έξι μέτρα ήταν η διάμετρος). Στη συνέχεια διάλεγαν γερά ελατίσια κλαριά (μπηχτάρια), τα οποία φύτευαν ολόγυρα βαθιά μέσα στο χώμα και έτσι κατασκεύαζαν τον περιμετρικό κάθετο σκελετό.
Σειρά αργότερα είχε το σκάρωμα της θολωτής στέγης του κονακιού, η λεγόμενη κατσούλα. Αρχικά έφτιαχναν τη βάση, δηλαδή ένα στρογγυλό στεφάνι από βίτσες. Εκεί επάνω έδεναν ψηλόκορμα ευλύγιστα κλαριά, τόσα όσα και τα μπηχτάρια. Τούτα τα λύγιζαν όλα μαζί και τα έδεναν στην κορφή τους, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα ιδιόμορφο τρούλο, τον οποίο και σήκωναν με ένα μακρύ ξύλο σε ύψος περίπου δύομισι μέτρων. Τον κατακόρυφο στύλο στήριξης τον κάρφωναν στο κέντρο της καλύβας. Σχεδόν πάντοτε στην εξωτερική κορυφή του θόλου τοποθετούσαν έναν ξύλινο σταυρό για την προστασία ή κάποιο κλαράκι για γούρι, όπως όριζε η παλιά σαρακατσανέικη παράδοση.
Ακολουθούσε το χάρτωμα, δηλαδή το δέσιμο όλου του σκελετού! Αυτόν, λοιπόν, τον έπλεκαν με απίστευτη μαεστρία, από κάτω προς τα πάνω και γύρω-γύρω, χρησιμοποιώντας εύκαμπτες βέργες από λεπτόκλαρα, τα επονομαζόμενα λούρα. Σχημάτιζαν έτσι αλλεπάλληλους ομόκεντρους κύκλους ως προς την περιφέρεια της καλύβας, στεριώνοντας με τον τρόπο αυτό και με φυσικές δεσιές όλη την κατασκευή που αποδεικνύονταν ιδιαίτερα ανθεκτική στους αέρηδες των βουνών.
Στο τελικό στάδιο είχαμε το σκέπασμα του σκελετού (σάλωμα). Καλύπτονταν με ότι προστατευτικό υλικό παρείχε ο τόπος, όπως άχυρα, διάφορα φυλλώματα όπως φτέρες, πυκνές στρώσεις από θάμνους, καλάμια, ακόμη και με ελατολατσούδες. Κάθε ψηλότερη στρώση καβαλούσε τη χαμηλότερη ούτως ώστε το νερό της βροχής να ρέει χωρίς να διεισδύει στο εσωτερικό. Πολλές φορές πασάλειβαν την καλύβα και με ένα είδος αυτοσχέδιας λάσπης που λειτουργούσε ως πρόσθετη μόνωση. Αξίζει να αναφερθεί ότι στα διάφορα στάδια της κατασκευής συμμετείχαν άντρες και γυναίκες.
Στο κονάκι τους οι Σαρακατσάνοι άφηναν μονάχα ένα άνοιγμα, την πόρτα, η οποία τοποθετούνταν είτε προς την ανατολή είτε προς το νότο. Η φωτιά έκαιγε πάντα στη μέση της εστίας και η οικογένεια κοιμόταν συνήθως κατάχαμα, γύρω από τη φωτιά και με τα πόδια στραμμένα σε αυτήν. Σε πολλές περιπτώσεις όμως σκάρωναν, σε απόσταση περίπου τριάντα πόντων από το χωμάτινο δάπεδο κάνα ντιβανοκρέβατο ή τραπεζοκάθισμα. Το εικονοστάσι βέβαια ήταν πάντα σε περίοπτη θέση. Τα κονάκια έλαμπαν από περιποίηση και καθαριότητα πάντα με τη φροντίδα της ικανής Σαρακατσάνισσας.