ΤΟ ΤΥΡΟΚΟΜΕΙΟ ΠΑΛΙΑ

Το τυροκομείο (μιτάτο, τυροκέλλι, τυρόσπιτο), βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από τη στάνη. Σε ορισμένες περιπτώσεις διέθετε ιδιαίτερο διαμέρισμα για την αποθήκευση και συντήρηση των τυροκομικών προϊόντων (τυροκέλλι, τυρότρυπα) που εξασφάλιζε την ωρίμανση αλλά και την προστασία των τυροκομικών προϊόντων από τις καιρικές συνθήκες και από κλέφτες. Οι Βλάχοι και οι Σαρακατσαναίοι ήταν μάστορες ιδιαίτεροι, τέτοιων κατασκευών (μπατζαριό, κονάκι). Σε πολλές περιπτώσεις η επεξεργασία του γάλακτος άρχιζε στο κοντινό στη στάνη πρόχειρο τυροκομείο αλλά ολοκληρωνόταν σε πιο συστηματικές εγκαταστάσεις που βρισκόταν σε μακρινή απόσταση. Για παράδειγμα για την παραγωγή του κασεριού οι ποιμένες που ξεκαλοκαίριαζαν στην ορεινή περιοχή του Ασπροποτάμου (μετακινούμενη κτηνοτροφία), παρασκεύαζαν καταρχήν την τυρομάζα (μπασκί) την οποία μετέφεραν με τα ζώα στα συστηματικά τυροκομεία (κασαρίες) στο κεφαλοχώρι Κρανιά ή στα Τρίκαλα.

Η στάνη ήταν μια αυτόνομη παραγωγική μονάδα η οποία διέθετε μια σειρά από εξειδικευμένα εργαλεία και σκεύη. Τα κυριότερα αφορούσαν την επεξεργασία του γάλακτος και είναι τα παρακάτω. Το συνηθέστερο σκεύος της στάνης ήταν το δοχείο για το άρμεγμα (αρμεγός, αμούρκι, αρμεγάρι,βεδούρα, γαλομέτρα, γαλευτήρι, καβάκι, καρδάρα, κουμπλίτσα, κούτουλας, μπούτενα, μπονιότα, μπακράτσα, σιγλάκι, τσαπρί κ.ά). Μπορεί να ήταν ξύλινο ή μεταλλικό και συχνά χρησίμευε και για τη μέτρηση του γάλακτος. Το καζάνι (χαρανί, κακάβα, λαβέτζι κ.ά), όπου έβραζαν το γάλα ήταν μεταλλικό ή πήλινο. Η γαλατοπηλίνα (πηλίνα, λεκάνη, τζιανάκα) ήταν μια λεκάνη χαμηλού βάθους -τεσσάρων ή πέντε δακτύλων- με μεγάλο άνοιγμα, για να απλώνει το γάλα και να κάνει περισσότερο καϊμάκι. Η γιαουρτολαήνα (καπακλί, καδί, διαουρτολόγος κ.ά) χρησιμοποιείτο για το πήξιμο του γιαουρτιού. Η κάδη (βαρέλι, βούρτσα, δουρβάνι, ντρουμπουλίτσα, τάλαρος, καράμπα, κοπανέλο, μπουτινέλλα,βλάντα, τσαλκατήρα κ.ά) χρησιμοποιείτο για την αποβουτύρωση του γάλακτος. Την γέμιζαν με γάλα το οποίο χτυπάγανε με τον ταράχτη (δγιόνιστρο, αδονιά, βουρτσόξυλο, δάρτης, καρέλι, κόφτης, σκιαδούλι, φουρλέτσι κ.ά), ώστε να διαχωριστεί η κρέμα από το τυρόγαλο. Το τυροβόλι (τυρικό, πετροτύρι, τουπί, τυρολόγος, καλαθούνα, τυριώνας) χρησίμευε για το στράγγισμα του τυροπήγματος και κατασκευαζόταν από ποικίλα υλικά (καλάμια, βούρλα, ξύλα, πέτρα κ.ά). Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούσε και η τσαντήλα (τουλπάνι, τυροτούπια, τυρόταυλα, τυρόσκαμνος, κρεμανταλάς, φούρκα, μάκινα, λουτσάρι κ.ά), λεπτό βαμβακερό ύφασμα το οποίο κρεμούσαν από την στέγη του τυροκομείου ή και από τα κλαδιά ενός δέντρου έως ότου στραγγίξει το τυρόγαλο. Για την μεταφορά νερού, γάλακτος ή τυριού χρησιμοποιούνταν ασκοί (αραγός, ασκόπουλο, βαταλάχι, βούργα, γαλατάσκι, γιδάσκι, δερμάτι, προβειά, σιγλί, ταγαρτζίκα, τουλούμι κ.ά) που φτιάχνονταν από δέρμα κατσικιού.

Τα σημαντικότερα προϊόντα της κτηνοτροφίας στο παραδοσιακό πλαίσιο ήταν το γάλα και τα γαλακτοκομικά. Εκτός από το φρέσκο γάλα υπήρχε το ξινόγαλο, το γκερεμέζι, γάλα αλατισμένο και βρασμένο το οποίο διατηρούνταν μέσα σε ασκό, όπου έπηζε λίγο και τρωγόταν σαν τυρί, το πρωτόγαλα ή κολόστρα, δηλαδή το πρώτο γάλα που αρμέγεται μετά τη γέννα. Το βούτυρο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό προϊόν, γιατί είχε και εμπορική αξία. Παρασκευαζόταν μέσα στην κάδη όπου το γάλα χτυπιόταν από τον τυροκόμο με τον ταράχτη. Για να προστατευθεί από την αλλοίωση το αλάτιζαν. Στην Αιτωλία διατηρούσαν φρέσκο το βούτυρο μέσα το νερό το οποίο άλλαζαν κάθε δυο ή τρεις μέρες. Το βούτυρο τρωγόταν νωπό ή ως άρτυμα στο φαγητό. Ήταν ένα ακριβό προϊόν, απρόσιτο για τους φτωχούς.

Ο πρωταρχικός λόγος της μετατροπής του γάλακτος σε τυρί είναι η συντήρηση του για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι ορισμένα παραδοσιακά τυριά προορίζονται για κατανάλωση σε μια περιοχή κοντά στον τόπο παρασκευής τους, ενώ άλλα για μεταφορά σε μεγάλες αποστάσεις μέσω εκτεταμένων εμπορικών δικτύων. Για παράδειγμα το κεφαλοτύρι και το κασέρι μεταφερόταν, κατά τον 19ο αιώνα από τα τυροκομεία της Πίνδου στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις τις Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως την Ιταλία και στην Αίγυπτο. Η φέτα (γνωστή παραδοσιακά ως τυρί ή μπατζιοτύρι) κυριάρχησε στην εθνική αγορά, όταν χάρη στην ανάπτυξη των ψυκτικών θαλάμων κατά τον Μεσοπόλεμο στάθηκε δυνατή η συντήρηση και η εμπορία της.

Στη Νίσυρο και σε ορισμένα χωριά της Κω το τυρί το συντηρούσαν στη λάσπη του κρασιού (μούργα). Στην Κύπρο το χαλλούμιν διατηρείται σε τεμάχια ή βώλους μέσα σε στάμνα ενώ στη Μακεδονία η μυζήθρα (ούρδα) τοποθετούνταν σε τουλούμια (ασκούς). Άλλα γνωστά τυριά του ελληνικού χώρου είναι ο ανθότυρος, το αρμοτύρι, το ασκοτύρι (τουλουμοτύρι), η βουστίνα, το λαδοτύρι, το μανούρι, ο μπάτζιος, το χλωρό κ.ά.

Οι βοσκοί στο παραδοσιακό πλαίσιο προτιμούσαν να διατηρούν τα ζώα για την παραγωγή γάλακτος και όχι να τα πουλάνε για το κρέας τους. Το ζωικό κεφάλαιο είναι πολύτιμο και γι’ αυτό οι ίδιοι σπάνια έτρωγαν κρέας.